- παρηονίτις
- -ίτιδος, ἡ, Ααυτή που βρίσκεται στην ακτή, η επάκτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἠϊών, -όνος «παραλία, όχθη, ακτή» + επίθημα -ῖτις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χερμάς — άδος, ἡ, ΜΑ χερμάδιον*, πέτρα για ρίψη εναντίον αντιπάλου (α. «χαλκῷ μέλη τετρωμένοι ἤ χερμάδι τηλεβόλῳ», Πίνδ. β. «πόρρωθεν χερμάσι καὶ παλτοῑς ἔβαλλον», Ιώσ.) αρχ. 1. βότσαλο ακρογιαλιάς («παρηονῑτις... χερμάς», Ανθ. Παλ.) 2. σωρός από πέτρες… … Dictionary of Greek